lol
Ο Αργύρης είναι σχιζοφρενής/ψυχοπαθής. Μένει με την αδελφή του τη Δανάη και τον σύζυγο της τον Μιχάλη. Το βράδυ ο δυνατός αέρας έσπασε το τζάμι του σαλονιού.
Το πρωί ο Μιχάλης που ήξερε από αυτά πήγε να το αντικαταστήσει. Ο Αργύρης σηκώθηκε ανάποδα πάλι εκείνη τη μέρα, είχε τις αδιαθεσίες του όπως συνήθιζε να λέει. Καθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια είδε έναν άντρα ψηλό γεροδεμένο με μαύρη μάσκα και σουγιά να έχει μπει από το παράθυρο έχοντας γεμίσει τον τόπο γυαλιά. Παίρνοντας ένα όπλο που είχε ο πατέρας του στο τραπεζάκι εκεί δίπλα τον πυροβολεί ώστε να σώσει την αδελφή και τον γαμπρό του. Μα.. ο Αργύρης! βλέπει ξαφνικά καθώς κοιτά καλύτερα. Είχε πυροβολήσει τον Αργύρη.
Η Δανάη που ήταν στην κουζίνα και μόλις είχε βάλει νερό για να πάει πάνω στον Αργύρη να πιει με τα χάπια του, άκουσε τον πυροβολισμό και με το ποτήρι στα χέρια έτρεξε αμέσως στο σαλόνι όπου με το θέαμα της πέφτει κάτω το ποτήρι με το νερό. Τότε τρομαγμένος και λίγο χαμένος ο Αργύρης σηκώνεται, δεν μιλά, κοιτά για λίγο την αδελφή που ουρλιάζει σαν την τρελή. Μα γιατί κάνει έτσι σκέφτεται, τι έγινε πια; Καθώς ήταν σκυμμένη πάνω από τον Μιχάλη και ούρλιαζε νευριασμένος ο Αργύρης τρέχει με ένα κατσαβίδι, που είχε εκεί δίπλα ο Μιχάλης, και την καρφώνει στην πλάτη λέγοντας ‘’μη φωνάζεις τόσο με πονά το κεφάλι’’. Αφού τον άκουσε και ησύχασε την άφησε να πιει τα χάπια του. ‘’Πάλι χωρίς νερό θα τα πιω τα χάπια μου αδελφή’’. Χαμογελά και βγαίνει από το κατώφλι της πόρτας πηγαίνοντας να δει τα αγαπημένα του άλογα εκεί δίπλα και να τα φροντίσει/ταΐσει.
Το απόγευμα προς βράδυ που γυρνά βλέπει το παράθυρο από έξω και σαστίζει. Τρέχοντας μέσα αλαφιασμένος βλέπει τον γαμπρό του και την αδελφή του να κείτονται μέσα στα αίματα και νερά και γυαλιά να υπάρχουν δίπλα τους. Σαστισμένος πέφτει στα γόνατα και κουνώντας τον κορμό του μπρός πίσω κλαίει σκεφτόμενος ‘’μα ποιος μας το έκανε αυτό, είμαστε τόσο νέα και καλά παιδία’’.